ξεφλούδισμα

ξεφλούδισμα
το [ξεφλουδίζω]
1. αποφλοίωση
2. απολέπιση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • απολέπιση — η 1. το να αφαιρέσεις τα λέπια του ψαριού 2. ξεφλούδισμα της επιδερμίδας. [ΕΤΥΜΟΛ. < απολεπίζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1847 στον Γρ. Χαντσερή] …   Dictionary of Greek

  • αποφλοίωση — η αφαίρεση ή αποβολή του φλοιού, ξεφλούδισμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αποφλοιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1833 στους Ελληνικούς Κώδικες] …   Dictionary of Greek

  • εκφλοιωτής — ο μηχανή που χρησιμοποιείται για το ξεφλούδισμα κορμών δέντρων ή για την αφαίρεση του περικαρπίου διαφόρων καρπών …   Dictionary of Greek

  • καθάρισμα — το [καθαρίζω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού καθαρίζω, απαλλαγή από βρομιές, πάστρεμα («τα ρούχα θέλουν καθάρισμα») 2. απομάκρυνση κάθε αχρήστου ή επιβλαβούς, απολέπισμα, ξεφλούδισμα 3. λαμπικάρισμα, λαγάρισμα, καταστάλαγμα 4. μτφ. φόνος,… …   Dictionary of Greek

  • λέπισμα — (I) λέπισμα, τὸ (Α) [λεπίζω (Ι)], αυτό που αφαιρείται με ξεφλούδισμα, το φλούδι. (II) το ζωολ. γένος θυσάνουρων εντόμων τής οικογένειας λεπισμίδες …   Dictionary of Greek

  • λεπισμός — λεπισμός, ὁ (Μ) [λεπίζω (Ι)] απολέπιση, ξεφλούδισμα …   Dictionary of Greek

  • λοπός — ή λόπος, ὁ (Α) [λέπω] 1. φλοιός, φλούδα («κρομύοιο λοπόν», Ομ. Οδ.) 2. το ξεφλούδισμα τού δέρματος μετά από ασθένεια 3. φρ. «λοπὸς δέρματος» το εξωτερικό μέρος τεμαχίου δέρματος …   Dictionary of Greek

  • περιγλυφή — ἡ, ΜΑ [περιγλύφω] αποφλοίωση, απολέπιση, ξεφλούδισμα …   Dictionary of Greek

  • πτίσις — εως, ἡ, ΜΑ [πτίσσω] το ξελέπισμα, το ξεφλούδισμα τού κριθαριού κ.ά. δημητριακών …   Dictionary of Greek

  • τρίσλοπος — ον, Α τρεις φορές ξεφλουδισμένος («δένδρον τρίσλοπον», Θεόφρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ /τρι * + λοπός «φλούδα, ξεφλούδισμα» (< λείπω «ξεφλουδίζω»)] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”